- ὑποδιαβάλλω
- ὑποδια-βάλλω,A slander somewhat, Artem.5.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδιαβάλλω — Α [διαβάλλω] συκοφαντώ κάποιον λίγο ή τόν συκοφαντώ κρυφά … Dictionary of Greek